- δεσμάτιον
- δεσμ-άτιον, τό, Dim. of δέσμα, Sch. Theoc.4.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεσμάτιον — δεσμάτιον, το (Α) δεματάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού δέσμα*] … Dictionary of Greek